-
1 συνειδεναι
inf. к σύνοιδα См. συνοιδα -
2 συνειδέναι
A v. σύνοιδα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνειδέναι
-
3 συνειδέναι
σύνοιδαknow: perf inf act -
4 σύνοιδα
A , [dialect] Ion.συνοίδαμεν Hdt.9.60
, [ per.] 3pl.συνίσᾱσι S.El.93
(anap.), Isoc.8.113, X. Cyr.3.1.9, etc. (rarelyσυνοίδασι Lys.11.1
, Plb.27.9.11); imper. ; inf.ξυνειδέναι S.Ant. 266
: [tense] plpf. with [tense] impf. sense, συνῄδειν, [dialect] Att. συνῄδη, dual συνῄστην, pl. -ῇσμεν, -ῇστε, -ῇσαν, [dialect] Ion.[ per.] 2pl.συνῃδέᾰτε Hdt.9.58
: [tense] fut. συν ([etym.] ξυν-) είσομαι Ar.Ec.17, V. 999, X.HG2.4.17 (rarelyσυνειδήσω Isoc.1.16
, and [tense] aor. part.- ειδήσας Phld.Lib. p.32
O.):— know something about a person, esp. as a potential witness for or against him, ἢ (sc. Δίκη) ; τά τοι ἐγὼ καὶ ἀμφότερα συνειδὼς ἔχω μαρτυρέειν to both of which I, knowing them true of you, can testify, Hdt.5.24; ; ; τὰ Μηδικὰ καὶ ὅσα αὐτοὶ σύνιστε our other services to which you can testify, Th.1.73; (troch.);συνοίδαμεν ὑμῖν ὑπὸ τὸν παρεόντα τόνδε πόλεμον ἐοῦσι πολλὸν προθυμοτάτοισι Hdt.9.60
; ὑπολαμβάνων παρ' ὑμῶν ἑκάστῳ τὸ συνειδὸς ὑπάρχειν μοι believing that I can rely on your acknowledgement of my services, D.18.110; τί μοι σύνοισθα τοιοῦτον εἰργασμένῳ; X.Smp.4.62;σύνοιδα τῷ μειρακίῳ κοσμίῳ τὸν πρότερον ὄντι χρόνον ἀεί Men.Sam.57
;πότερον οὐ συνοίδασιν αὐτῷ ποιοῦντι τὰ δίκαια Plb.27.9.11
; ξυνειδὼς οὐ φράσεις; S.OT 330;ἵνα τούτῳ ταῦτα συνειδῶμεν Pl.Prt. 348b
;ἐρῶ.. ἂ σύνοιδα αὐτῷ X.Mem.2.7.1
; οὐκ αἰσχυνοῦμαι.. εἰπεῖν (v.l.)ἅπασιν ὅσα σύνοιδ' αὐτῷ κακά Ar.Fr. 200
; ; θνῄσκοντι συνείσῃ (cj. Reiske for συνοίσῃ) thou wilt witness my death, S.Ph. 1085 (lyr.);διὰ δικαιοσύνην, τήν οἱ ἄλλην συνῄδεε ἐοῦσαν Hdt.7.164
;τοιοῦτον αὐτοῖς Ἄρεος εὔβουλον πάγον ἐγὼ ξυνῄδη χθόνιον ὄνθ' S.OC 948
; δύ' ἡμῶν ἢ τρία κακὰ ξυνειδὼς εἶπε δρώσας μυρία (sc. Εὐριπίδης) Ar.Th. 475, cf. 553;ἀφανίζει τὸν παῖδα, ὃς συνῄδει περὶ τῶν χρημάτων Isoc.17.11
, cf. Men.Epit. 210;τῆς ἁρπαγῆς τοῦ παιδὸς εἰ ξύνοισθά τι, ταχέως λέγειν χρή Antiph.74.3
; καὶ τίνα σύνοισθά μοι καλουμένῃ βροτῶν; A.Ch. 216; σύνοιδ' Ὀρέστην πολλά σ' ἐκπαγλουμένην ib. 217; σύνοιδα τοῖς πλείστοις αὐτῶν ἥκιστα χαίρουσι I can bear witness that most of them are far from pleased.., Isoc.7.50; with a mixture of dat. and acc.constr.,συνίσασι γὰρ αὐτῷ.. καθιστάμενον, ἐκ δὲ τούτων.. δυνάμενον Id.15.120
;ἐγώ σοι σ... ἀνιστάμενον καὶ.. βαδίζοντα καὶ ἀναπείθοντα X.Oec.3.7
; freq. with reflex. Pron. in dat.,ἔμ' αὔτᾳ τοῦτο σύνοιδα Sapph.15
; ἐξ ὧν αὐτὸς σύνοισθα σαυτῷ ἐν τῇ τῶν γραμμάτων μαθήσει from your experience of yourself.., Pl.Tht. 206a; σύνοιδ' ἐμαυτῇ πολλὰ ([etym.] δείν') Ar.Th. 477, cf. X.Mem.2.9.6, Pl.R. 331a; ; ;συνειδὼς ἐμαυτῷ ἀμαθίαν Pl.Phdr. 235c
;τὴν πατρίδα, εἰς ἢν τοσαύτην εὔνοιαν ἐμαυτῷ σύνοιδα D.Ep.2.20
;σ. ἑαυτοῖς ἄγνοιαν Arist.EN 1095a25
;σ. αὑτῷ τὴν δειλίαν Id.HA 618a26
; ap. Stob.3.24.13, cf. Isoc.3.59, LXX Jb.27.6, 1 Ep.Cor.4.4; συνειδότες αὑτοῖς with full consciousness, Polystr.p.15 W.:—with part.a in nom., πῶς οὖν ἐμαυτῷ τοῦτ' ἐγὼ ξυνείσομαι, φεύγοντ' ἀπολύσας ἄνδρα; Ar.V. 999; ;ὅστις τούτων σύνοιδεν αὑτῷ παρημεληκώς X.An.2.5.7
;σύνισμεν ἡμῖν αὐτοῖς ἀπὸ παίδων ἀρξάμενοι ἀσκηταὶ ὄντες τῶν καλῶν κἀγαθῶν ἔργων Id.Cyr. 1.5.11
; συνειδέναι σαυτῷ δοκεῖς οὐπώποτ' ἀμελήσας αὐτῶν ib.1.6.4, cf. 3.3.38, HG2.3.12; ; .b in dat., ; ; ;συνειδόθ' αὑτῷ φαῦλα διαπεπραγμένῳ Philem.229
.2 c. dat. rei, know something about a thing,τοῖς διὰ τῶν εἰκότων τὰς ἀποδείξεις ποιουμένοις λόγοις σύνοιδα οὖσιν ἀλαζόσιν Pl.Phd. 92d
;διὰ τὸ συνειδέναι τοῖς σφετέροις πράγμασι τετρυ[μ]μένοις καὶ κάμνουσιν ἤδη τῷ πολέμῳ Plb.1.62.7
;σε.. συνειδότα τοῖς πρὸς ἐμὲ σοὶ πεπολιτευμένοις Phalar.Ep. 109
; καιρὸς.. σὲ εἰπεῖν ἃ σύνοισθα τῷ βίῳ ἑκάστῳ what you know about each life, Luc.Gall.15.II share the knowledge of something with somebody, to be implicated in or privy to it, οὐδὲ ξυνῄδει σοί τις ἔκθεσιν τέκνου; E. Ion 956;δουλοῖ γὰρ ἄνδρα,.. ὅταν ξυνειδῇ μητρὸς ἢ πατρὸς κακά Id.Hipp. 425
; ξύνοιδε δ' οὔτις οἰκετῶν νόσον ib. 40;συνίσασί σοι πάντα ὅσα ἔπραξας X.Cyr.3.1.9
;ξυνίσασ' εὐναὶ.. ὅσα θρηνῶ S.El.93
(anap.);πλῆθος ὃ ξυνῄδει Th.4.68
; ξυνειδώς τις ibid.;ὁ συνειδὼς καὶ μὴ φράζων Pl.Lg. 742b
;οἱ ξυνειδότες σφίσι Th. 1.20
;οἱ συνειδότες πεποιηκότι τι δεινόν Arist.Rh. 1382b6
;σύνοισθά που καὶ αὐτὸς ὅτι.. Pl.Phdr. 257d
;σύνισμεν ὡς.. Id.Sph. 232c
;σύνοιδέ μοι εἰ ἐπιορκῶ X.An.7.6.18
; συνειδέναι δὲ (sc. τὰς μαντηΐας)καὶ τοὺς Πυθίους Hdt.6.57
;συνειδυίας καὶ τῆς γυναικός Act.Ap.5.2
:— with part.a in dat., ;εἰ μὴ συνῄδη Σωκράτει τε καὶ Ἀγάθωνι δεινοῖς οὖσι περὶ τὰ ἐρωτικά Pl.Smp. 193e
.b in acc.,ἀνδράποδα, ἂ συνῄδει τὴν γυναῖκα.. θάνατον μηχανωμένην Antipho 1.9
, cf. Pl.Lg. 773b, 870d, D.49.58, 59.67, 61.23.III know well, αὐτὸς ξυνειδώς, ἢ μαθὼν ἄλλου πάρα; as from his own knowledge, or.. ? S.OT 704; so also (unless there is ellipse of reflex. Pron.)σύνοιδα δείν' εἰργασμένος E. Or. 396
; .IV c. dat. rei. to be privy to, BGU1141.50 (i B.C.); τῷ φόνῳ Sch.Hermog. in Rh.4.355 W.V τὸ συνειδός complicity,τὸ σ. τοῦ πράγματος Plu.Publ.4
; consciousness,τοῦ ἐνδεοῦς Id.2.84d
.2 conscience,ὑπὸ συνειδότος ἐπαρρησιάζετο ἀγαθοῦ Paus.7.10.10
, cf. Hld.6.7, Alciphr.1.10.5, Chor.p.38 B.VI ὡς ἂν συνειδῇς as you may think proper, Aët.13.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύνοιδα
-
5 ξυνοιδα
(pf. со знач. praes.; fut. συνείσομαι - реже συνειδήσω, ppf. συνῄδειν - атт. συνῄδη; inf. συνειδέναι; part. συνειδώς)1) вместе (с кем-л.), т.е. также (у)знать(τι Her., Thuc., Xen. и περί τινος Isocr.)
συνοίδαμεν ὑμῖν ἐοῦσι προθυμοτάτοισι Her. — мы сами знаем, что вы чрезвычайно усердны;σ. τινὴ χρηστόν τι Her. — знать о чьих-л. славных делах;τίνα σύνοισθά μοι καλουμέντῃ;Aesch. — кого, по-твоему, я звала;σύνοιδέ μοι, εἰ ἐπιορκῶ Xen. — он может засвидетельствовать, ложна ли моя клятва;θνῄσκοντι συνείσῃ μοι Soph. — ты будешь свидетелем моей кончины;συνειδυίας τῆς γυναικὸς αὐτοῦ NT. — с ведома своей жены;συνιδόντες κατέφυγον NT. — узнав (об этом), они бежали2) сознавать(σ. ἐμαυτῷ ἐψευσμένος αὐτόν Xen.)
οὐ ξύνοιδα ἐμαυτῷ σοφὸς ὤν Plat. — я не считаю себя мудрецом;ξυνῄδειν ἐμαυτῷ οὐδὲν ἐπισταμένῳ Plat. — я сознавал, что ничего не знаю3) быть участником, сообщникомξ. τὸ πρᾶγμα ἐργασμένῳ Soph. — соучаствовать в исполнении - см. тж. συνειδός и συνειδώς
-
6 συνοιδα
(pf. со знач. praes.; fut. συνείσομαι - реже συνειδήσω, ppf. συνῄδειν - атт. συνῄδη; inf. συνειδέναι; part. συνειδώς)1) вместе (с кем-л.), т.е. также (у)знать(τι Her., Thuc., Xen. и περί τινος Isocr.)
συνοίδαμεν ὑμῖν ἐοῦσι προθυμοτάτοισι Her. — мы сами знаем, что вы чрезвычайно усердны;σ. τινὴ χρηστόν τι Her. — знать о чьих-л. славных делах;τίνα σύνοισθά μοι καλουμέντῃ;Aesch. — кого, по-твоему, я звала;σύνοιδέ μοι, εἰ ἐπιορκῶ Xen. — он может засвидетельствовать, ложна ли моя клятва;θνῄσκοντι συνείσῃ μοι Soph. — ты будешь свидетелем моей кончины;συνειδυίας τῆς γυναικὸς αὐτοῦ NT. — с ведома своей жены;συνιδόντες κατέφυγον NT. — узнав (об этом), они бежали2) сознавать(σ. ἐμαυτῷ ἐψευσμένος αὐτόν Xen.)
οὐ ξύνοιδα ἐμαυτῷ σοφὸς ὤν Plat. — я не считаю себя мудрецом;ξυνῄδειν ἐμαυτῷ οὐδὲν ἐπισταμένῳ Plat. — я сознавал, что ничего не знаю3) быть участником, сообщникомξ. τὸ πρᾶγμα ἐργασμένῳ Soph. — соучаствовать в исполнении - см. тж. συνειδός и συνειδώς
-
7 τρύω
τρύω [ῡ], Keil-PremersteinA Erster Berichtp.9 ([place name] Troketta), cj. in Orph.Fr.270.5: [tense] fut. τρύσω [ῡ] A.Pr.27:—used mostly in [tense] pf. [voice] Pass. τέτρῡμαι (v. infr.), other tenses being borrowed from τείρω and perh. τρύχω, τρυχόω: but [tense] aor. [voice] Med.κατα-τρύσαιο Nic.Al. 593
: [tense] pres. [voice] Pass.τρύομαι Call.Fr.5.4P.
, IGRom.4.360.21 (Pergam., ii A. D.): cf. ἀποτρύω:—wear out, distress, l. c.:—[voice] Pass., to be worn out,τέτρυσαι Simon.144
;τετρῦσθαι ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ Hdt.1.22
, cf. 2.129;δάκρυσιν τετρύμεθα AP9.549
(Antiphil.): mostly in part. τετρυμένος (freq. with v.l. τετριμμένος), τετρ. ταλαιπωρίῃσί τε καὶ ἡλίῳ Hdt.6.12
;πόνοις τετρυμένα σώματα Pl.Lg. 761d
;γήρᾳ AP6.228
([place name] Adaeus); γήραϊ καὶ πενίῃ ib.7.336;τετρ... εὗδεν Ἔρως AP9.627
(Marian.);ἐκ πορείας Plu.Eum.15
; , cf. 1.71.3;ὑπὸ τῆς κακοπαθείας Id.10.13.11
; τετρυμένη κλίνη, = τρυφερῶς ἐστρωμένη, Sor. 1.68 (s. v.l.). (τρῡ-, found also in ἄ-τρῡ-τος, τρύ-χ-ω, τρῦχος, is the weak grade of τερῠ-, found in τερύσκεται, τέρυ (qq.v.); cf. also τείρω, ἀ-τερά-μων.) -
8 σύνοιδα
σύνοιδα (Aeschyl., Hdt.+; ins, pap, LXX, Philo, Joseph.; Ath.) a perf. w. pres. mng.; 3 pl., συνίσασιν (Ath. 34, 1); ptc., fem. gen. sg. συνειδυίης (for the form cp. BGU 55; 77 εἰδυίης; Ex 8:17, 20; 1 Km 25:20; Tdf., Prol. 117; W-H., App. 156).① to share information or knowledge with, be privy to (Soph. et al.; PRev 8, 1; 21, 9; PPetr III, 36a, 9 [III B.C.]; BGU 1141, 50; PFlor 373, 6) in the sense ‘be implicated, be an accomplice’ Ac 5:2 (Jos., Ant. 13, 424 ξυνῄδει ἡ γυνὴ μόνη; 16, 330).② to be aware of information about someth., to know, be conscious of σύνοιδα ἐμαυτῷ I know with myself; i.e. I am conscious (Eur., Hdt. et al.; Diod S 4, 38, 3 συνειδυῖα ἑαυτῇ τὴν ἁμαρτίαν=being conscious of her error; SIG 983, 6f; POxy 898, 20; Job 27:6; Ath. 34, 1) w. ὅτι foll. B 1:4. οὐδὲν ἐμαυτῷ σύνοιδα 1 Cor 4:4 (cp. Polyb. 4, 86 διὰ τὸ μηδὲν αὑτοῖς συνειδέναι; Diod S 17, 106, 2 πολλοὶ συνειδότες ἑαυτοῖς ὕβρεις; Demosth., Ep. 2, 15).—τὸ συνειδός (since Demosth. 18, 110) consciousness in which one imparts information to oneself, conscience (Plut., Mor. 85c; 556a; Epict. 3, 22, 94; Chariton 3, 4, 13; Appian, Bell. Civ. 1, 82 §373 τὸ συνειδὸς τῶν ἄλλων χεῖρον=worse than that of the others; 5, 16 §67 τὸ ς., that punishes the guilty; Philo, Spec. Leg. 1, 235 ὑπὸ τοῦ συνειδότος ἐλεγχόμενος; 4, 6; 40, Op. M. 128; Jos., C. Ap. 2, 218, Bell. 1, 453; 2, 582, Ant. 1, 47; 13, 316; 16, 102 ἐκ τοῦ συνειδότος=‘fr. a consciousness of guilt, fr. a bad conscience’; OGI 484, 37; POxy 532, 23 [II A.D.]) ἐκ συνειδότος because of the witness of my own conscience (opp. κατὰ θέλημα [θεου] = ἐκ χάριτος θεοῦ) ISm 11:1.—S. on συνείδησις, end.—DELG s.v. οἶδα. M-M. TW. Sv.
См. также в других словарях:
συνειδέναι — σύνοιδα know perf inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
METELLUS Q. Caecilius — a domita Macedonia Macedonicus vocatus. Praetor Pseudo philippum, et Achaeos, quos bis praeliô fudit, triumphandos Mummio tradidit. Invisus plebi ob nimiam severitatem, ideo Consul aegre factus. Liv. l. 59. Etiam in Hispan. victor, moriens 4.… … Hofmann J. Lexicon universale
συνείδηση — Κάθε άνθρωπος, που, από ψυχοφυσικής άποψης, δεν απομακρύνεται από το κανονικό, περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε μια κατάσταση που του επιτρέπει να «αντιλαμβάνεται», να «έχει συνείδηση» των όσων συμβαίνουν γύρω του και της ίδιας της… … Dictionary of Greek
συνειδητός — ή, ό, Ν 1. αυτός που γίνεται με συνείδηση, με επίγνωση («συνειδητή πράξη») 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει πλήρη επίγνωση, πλήρη συναίσθηση τού τί είναι ή τού τί κάνει («συνειδητός δημοκράτης») 3. το ουδ. ως ουσ. το συνειδητό (ψυχανάλ.) σύστημα,… … Dictionary of Greek